επιδαμος

επιδαμος
    ἐπίδαμος
    ἐπίδᾱμος
    дор. Soph. = ἐπίδημος См. επιδημος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιδαμος" в других словарях:

  • ἐπίδαμος — ἐπίδᾱμος , ἐπίδαμος masc/fem nom sg ἐπίδᾱμος , ἐπίδημος at home masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδαμος — επιδάμιος κ.λπ. βλ. επίδημος …   Dictionary of Greek

  • επίδημος — ἐπίδημος, ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, ον) (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο 2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο 3. φρ. «έπίδαμος φάτις» η άποψη, η φήμη… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίδαμον — ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος masc/fem acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος neut nom/voc/acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home masc/fem acc sg (doric) ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»